αφιερώνομαι

αφιερώνομαι
αφιερώνομαι, αφιερώθηκα, αφιερωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκαθοσιούμαι — όομαι, Α 1. αφιερώνομαι εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προκαθωσιῶσθαι τοῑς θεοῑς τὴν ἐκ τῆς θυσίας ἐπίδοξον», Ηλιόδ. Αιθ.) 2. καθιερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθοσιοῦμαι «καθιερώνομαι, αφιερώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • επικατονομάζομαι — ἐπικατονομάζομαι (Α) [κατονομάζομαι] παίρνω το όνομα ενός άλλου, καθιερώνομαι με αυτό το όνομα, αφιερώνομαι σε κάποιον (λόγω τού ονόματος) …   Dictionary of Greek

  • ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που …   Dictionary of Greek

  • κατασπένδω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας υγρό καταγής 2. προσφέρω σπονδές 3. υγραίνω, ποτίζω 4. προσφέρω προς τιμήν κάποιου δάκρυα ως θυσία 5. θρηνώ χύνοντας δάκρυα 6. καθοσιώνω, καθιερώνω 7. παθ. κατασπένδομαι (για ιερέα) καθιερώνομαι, αφιερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”